ανάδετος

ανάδετος
η, ο [ος, ον]
1) подвязанный, привязанный; 2) повязанный; перевязанный; подпоясанный; 3) подвешенный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανάδετος" в других словарях:

  • ανάδετος — ἀνάδετος, ον (Α) [ἀναδέω] αυτός που δένει κάτι προς τα επάνω ή που είναι δεμένος προς τα επάνω …   Dictionary of Greek

  • ἀνάδετος — binding up masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάδετος — η, ο ο δεμένος προς τα πάνω: Είχε τα μαλλιά της ανάδετα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνάδετον — ἀνάδετος binding up masc/fem acc sg ἀνάδετος binding up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδέτοις — ἀνάδετος binding up masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδέω — ἀναδέω (ΑΜ) Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά. ΙΙ. μέσ. 1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ μσν. μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου αρχ. Ι. ενεργ. 1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»